τοιαύται

τοιαύται
τοιαύτᾱͅ , τοιοῦτος
such as this
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοιαῦται — τοιοῦτος such as this fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BASAN — i. e. in dente, sive in ebore, aut in mutatione, vel in somno, aut confusio, vel ignominia. (Hesychius, Βασὰν, αἰσχύνη) Regia Og Regis, quae pascuis, ac nemoribus abundans cecidit in sortem dimidiae tribûs Manassis. Longitudine a torrente Iaboc,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιία — η (Α θαυματοποιία) [θαυματοποιός] το έργο τού θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.) αρχ. 1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο 2. θαυμάσιο έργο, θαύμα …   Dictionary of Greek

  • προσίστημι — και προσιστῶ, άω, Α [ἵστημι] 1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.) 2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.) 3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη 4. σταματώ 5.… …   Dictionary of Greek

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • φυσαλλίδα — η / φυσαλλίς, ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)… …   Dictionary of Greek

  • τοιαῦθ' — τοιαῦτα , τοιοῦτος such as this neut nom/voc/acc pl τοιαῦται , τοιοῦτος such as this fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιαῦτ' — τοιαῦτα , τοιοῦτος such as this neut nom/voc/acc pl τοιαῦται , τοιοῦτος such as this fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”